άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
Ακτινόδους — Γένος αμφίβιων, που απαντάται μόνο ως απολίθωμα, της τάξης των στεγοκεφάλων, με σώμα μικρό και κοντόχοντρο και με κοιλιά σκεπασμένη από μακριά λέπια. Σαρκοφάγο με τριγωνικό κεφάλι και πολυάριθμα μυτερά δόντια, έζησε στην Ευρώπη κατά τον… … Dictionary of Greek
λεπτόπωμα — το ζωολ. γένος χερσαίων γαστερόποδων μαλακίων που ανήκει στην υπεροικογένεια cyclophoraceae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptopoma < νεολατ. leptopoma < lepto (< λεπτ[ο] *) + poma (< πῶμα)] … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
ορθόρραφος — η, ο (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ορθόρραφα ζωολ. υπεροικογένεια δίπτερών βραχύκερων εντόμων … Dictionary of Greek
τριχοδηκτίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια εντόμων που ανήκει στην υπεροικογένεια ισχνόκερα τής τάξης μαλλοφάγα και έχει τυπικό εκπρόσωπο το γένος τριχοδήκτης … Dictionary of Greek
υδρόμορφα — τα, Ν ζωολ. υπεροικογένεια γυμνοβλαστικών υδροειδών υδροζώων τών γλυκών νερών, στην οποία ανήκουν μονήρεις πολύποδες χωρίς γενεά μεδουσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μορφή] … Dictionary of Greek
φιλαριοειδή — τα, Ν ζωολ. υπεροικογένεια ζωοπαρασιτικών νηματωδών σκωλήκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. filarioidea] … Dictionary of Greek
φυτοφάγος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές ουσίες 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυτοφάγος άτομο που τρέφεται κυρίως με λαχανικά και χορταρικά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυτοφάγα ζωολ. α) ζώα τα οποία τρέφονται κυρίως … Dictionary of Greek
χαλκοειδή — τα, Ν ζωολ. υπεροικογένεια υμενόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chalcoidea < χαλκός + ειδής*] … Dictionary of Greek