υπεροικογένεια

υπεροικογένεια
η, Ν
1. βιολ. ταξινομική μονάδα που περιλαμβάνει έναν αριθμό συγγενικών μεταξύ τους οικογενειών ζώων ή φυτών και η οποία είναι ανώτερη τής οικογένειας και κατώτερη τής υπόταξης·2. φρ. α) «υπεροικογένεια γονιδίων» — ομάδα γονιδίων τα οποία θεωρείται ότι προήλθαν αρχικά από ένα και μόνον προγονικό γονίδιο, έχουν όμως αποκλίνει σε τέτοιο βαθμό ώστε κωδικοποιούν πλέον πρωτεΐνες με πολλές διαφορετικές λειτουργίες και διαφορετικούς ρόλους
β) «υπεροικογένεια πρωτεϊνών»
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα πρωτεϊνών, καθεμιά από τις οποίες επιτελεί διαφορετικές λειτουργίες, όλες τους όμως χαρακτηρίζονται από συγγενικές ακολουθίες αμινοξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + οικογένεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • Ακτινόδους — Γένος αμφίβιων, που απαντάται μόνο ως απολίθωμα, της τάξης των στεγοκεφάλων, με σώμα μικρό και κοντόχοντρο και με κοιλιά σκεπασμένη από μακριά λέπια. Σαρκοφάγο με τριγωνικό κεφάλι και πολυάριθμα μυτερά δόντια, έζησε στην Ευρώπη κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόπωμα — το ζωολ. γένος χερσαίων γαστερόποδων μαλακίων που ανήκει στην υπεροικογένεια cyclophoraceae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptopoma < νεολατ. leptopoma < lepto (< λεπτ[ο] *) + poma (< πῶμα)] …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • ορθόρραφος — η, ο (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ορθόρραφα ζωολ. υπεροικογένεια δίπτερών βραχύκερων εντόμων …   Dictionary of Greek

  • τριχοδηκτίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια εντόμων που ανήκει στην υπεροικογένεια ισχνόκερα τής τάξης μαλλοφάγα και έχει τυπικό εκπρόσωπο το γένος τριχοδήκτης …   Dictionary of Greek

  • υδρόμορφα — τα, Ν ζωολ. υπεροικογένεια γυμνοβλαστικών υδροειδών υδροζώων τών γλυκών νερών, στην οποία ανήκουν μονήρεις πολύποδες χωρίς γενεά μεδουσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μορφή] …   Dictionary of Greek

  • φιλαριοειδή — τα, Ν ζωολ. υπεροικογένεια ζωοπαρασιτικών νηματωδών σκωλήκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. filarioidea] …   Dictionary of Greek

  • φυτοφάγος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές ουσίες 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυτοφάγος άτομο που τρέφεται κυρίως με λαχανικά και χορταρικά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυτοφάγα ζωολ. α) ζώα τα οποία τρέφονται κυρίως …   Dictionary of Greek

  • χαλκοειδή — τα, Ν ζωολ. υπεροικογένεια υμενόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chalcoidea < χαλκός + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”